- καταφορᾶς
- καταφοράconveyancefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφοράς — καταφορά̱ς , καταφορά conveyance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PUNCTIM — et Caesim, termini palaestrae. Et quidem, quae punctim ferit, μάχη ἐκ δίερσεως, quae caesim, ἐκ καταφορᾶς dicitur apud Polybium, l. 17. Τῇ μαχαίρᾳ δ᾿ ἐκ καταφορᾶς καὶ διέρσεως ποιεῖςθαι τὴν μάχην, de Romanis, gladiô caesim punctimque ferire.… … Hofmann J. Lexicon universale
Gladius — This article is about the sword. For other uses, see Gladius (disambiguation). Gladius Replica pseudo Pompeii gladius. Type Armin … Wikipedia
CAESIM — quae fit pugna, ἡ εν καταφορᾶς μάχη, Polybio dicitur l. 17. de Romanis, τῇ μαχαίρᾳ δ᾿ εν καταφορᾶς ποιεῖςθαι την` μάχην: sicut quae punctim fit, ἡ εν διερσεως, Ibid. Eo quod ex alto deferatur ensis, cum caesim ferire adversarium cupimus. Eadem… … Hofmann J. Lexicon universale
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
κινδυνώδης — ες (ΑΜ κινδυνώδης, ῶδες) [κίνδυνος] αυτός που παρουσιάζει κινδύνους, ο επικίνδυνος («τῆς καταβάσεως... ἐπισφαλεῑς ἐχούσης καὶ κινδυνώδεις καταφοράς», Πολ.). επίρρ... κινδυνωδώς (Α κινδυνωδῶς) με κινδυνώδη τρόπο, επικίνδυνα («τὸ πέλαγος...… … Dictionary of Greek
Συρίγος, Μελέτιος — Ιεροκήρυκας και συγγραφέας (Χάνδακας Κρήτης 1586 Κωνσταντινούπολη 1664). Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στο σιναϊτικό μετόχι του Χάνδακα (Ηρακλείου) και του Θεόφιλου Κορυδαλλέα στη Βενετία (γύρω στα 1610), σπουδαστής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek